- εμμηνορραγία
- Η υπερβολική αύξηση, συνήθως από παθολογικά αίτια, του αίματος της εμμηνορρυσίας, καθώς και η επιμήκυνση του χρόνου της διάρκειάς της. Συνήθως οφείλεται σε ινομύωμα της μήτρας, αλλά και σε άλλες γενικές ή τοπικές παθολογικές καταστάσεις, όπως η ενδομητρίωση, διάφορες οξείες λοιμώδεις ασθένειες, οι όγκοι της μήτρας, οι χρόνιες ενδομητρίτιδες, η χρήση ενδομητρικού σπειράματος κ.ά. Η θεραπεία είναι ανάλογη με τη σοβαρότητα και την αιτία.
* * *ηη υπερβολική αύξηση τού ποσού τής έμμηνης ρύσης.
Dictionary of Greek. 2013.