εμμηνορραγία

εμμηνορραγία
Η υπερβολική αύξηση, συνήθως από παθολογικά αίτια, του αίματος της εμμηνορρυσίας, καθώς και η επιμήκυνση του χρόνου της διάρκειάς της. Συνήθως οφείλεται σε ινομύωμα της μήτρας, αλλά και σε άλλες γενικές ή τοπικές παθολογικές καταστάσεις, όπως η ενδομητρίωση, διάφορες οξείες λοιμώδεις ασθένειες, οι όγκοι της μήτρας, οι χρόνιες ενδομητρίτιδες, η χρήση ενδομητρικού σπειράματος κ.ά. Η θεραπεία είναι ανάλογη με τη σοβαρότητα και την αιτία.
* * *
η
η υπερβολική αύξηση τού ποσού τής έμμηνης ρύσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμμηνορραγία — η (ιατρ.), η υπερβολική αύξηση ροής αίματος στην εμμηνόρροια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμμηνορραγικός — ή, ό ο σχετικός με την εμμηνορραγία …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορραγικός — ή, ό (ιατρ.), ο σχετικός με την εμμηνορραγία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”